- πολυδαίδαλος
- -η, -ο / πολυδαίδαλος, -ον, ΝΜΑνεοελλ.1. δαιδαλώδης, λαβυρινθώδης («πολυδαίδαλη αίθουσα»)2. μτφ. πολύπλοκος, περίπλοκος, αδιέξοδος («πολυδαίδαλη επιχειρηματολογία»)μσν.(για ηθοποιούς) πολύ ικανός, πολύ επιδέξιοςαρχ.1. (για αντικείμενο) διακοσμημένος με μεγάλη τέχνη, περίτεχνος («πολυδαίδαλος ἀσπίς», Ομ. Ιλ.)2. (για ύφασμα) πολυποίκιλτος, περίτεχνα κεντημένος («πολυδαίδαλον ἱστὸν ὑφαίνειν», Ησίοδ.)3. (για τεχνίτη ή καλλιτέχνη) έμπειρος, δεξιοτέχνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + δαίδαλος «επιδέξιος, περίτεχνος», βλ. και λ. δαίδαλος].
Dictionary of Greek. 2013.